Φρανθίσκο ΓΚΟΓΙΑ (1746-1828)

Μέσα σ’ένα κλίμα ιδιαίτερα ευνοϊκό, από αισθητική και πολιτιστική άποψη, γεννήθηκε ο Φρανθίσκο Γκόγια υ Λουθιέντες στις 30 Μαρτίου του 1746, στο Φουεντετόδος, μια μικρή κωμόπολη νοτίως της Σαραγόσας, στην Αραγώνα. Ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του επιχρυσωτή. Τα κτήματα που καλλιεργούσαν οι Λουθιέντες ανήκαν στον Χουακίν Πινιατέλι, κόμη του Φουέντες, στο μέγαρο του οποίου ήταν εγκατεστημένος ο ζωγράφος Χοσέ Λουθάν, ο πρώτος δάσκαλος του Γκόγια. Ο μικρός Φρανθίσκο δούλεψε 4 χρόνια στο εργαστήρι του Λουθάν. Το 1763 ακολούθησε ίσως τον Αραγωνέζο ζωγράφο Φρανθίσκο Μπαγιέου, που προσκλήθηκε στη Μαδρίτη από τον πρώτο ζωγράφο του βασιλιά, τον Ράφαελ Μενγκς και πήρε μέρος στο διαγωνισμό υποτροφίας της Ακαδημίας Σαν Φερνάντο, όπου όμως απέτυχε. Το 1766 το όνομα του Γκόγια εμφανίζεται ανάμεσα στους υποψηφίους για το νέο διαγωνισμό της Ακαδημίας, που κατέληξε σε νέα αποτυχία του. Στις 20 Απριλίου 1771 από τη ρώμη όπου βρίσκεται απευθύνει επιστολή προς τον κόμη Ρετζόνικο, πληροφορώντας τον ότι έστελνε έναν πίνακα που φιλοτέχνησε για τον διαγωνισμό της Ακαδημίας. Το μοναδικό βραβείο απονεμήθηκε στον Πάολο Μπορόνι.

Δύο Αραγωνέζοι που υπηρετούσαν τότε στην Ρώμη, ο ιππότης ντ’Αθάρα και ο μαρκήσιος ντε Ρόντα, μεσολάβησαν ίσως για να πάρει ο Γκόγια την πρώτη γνωστή επίσημη παραγγελία του από το εκκλησιαστικό συμβούλιο του καθεδρικού ναού της Πιλάρ στη Σαραγόσα, όπου και επέστρεψε ο ζωγράφος στις 20 Οκτωβρίου 1779. Του ανατέθηκε η διακόσμηση μιας οροφής στη βασιλική της Πιλάρ. Την ίδια μάλλον περίοδο ζωγράφισε και τη σειρά με τις τοιχογραφίες από τον Βίο της Παρθένου, στο μοναστήρι της Άουλα Ντέι καθώς και τους πίνακες του μεγάρου Σομπραντιέλ, κοντά στη Σαραγόσα.


 -Οροφή από τη βασιλική της Πιλάρ-


 -Τοιχογραφία απο τον Βίο της Παρθένου-

Στις 25 Ιουλίου 1773 παντρεύτηκε στη Μαδρίτη την αδερφή του δασκάλου του Μπαγιέου, Ζοζέφα. Χάρη στις συστάσεις του Μπαγιέου και του Μενγκς πήρε παραγγελία να σχεδιάσει «χαρτόνια» για τη βιοτεχνία ταπισερί της Σάντα Μπάρμπαρα, της οποίας η διεύθυνση ανήκε στον Μενγκς για δύο χρόνια. Ο διεθνούς φήμης Μενγκς, οπαδός του νεοκλασικισμού, υπήρξε επί δέκα χρόνια ο αντίπαλος του Τιέπολο. Ο Γκόγια ωστόσο συγγένευε αισθητικά με τον Τιέπολο, παρ’όλο που εκείνος ο οποίος ανακάλυψε από νωρίς τα εξαίρετα χαρίσματα του νεαρού Αραγωνέζου ήταν ο Μενγκς. Εκείνη την περίοδο ο Γκόγια φιλοτέχνησε μια σειρά από «χαρτόνια» τα οποία φανερώνουν την πρωτοτυπία του ταπεραμέντου του. Η τότε μόδα έκλινε προς τον «καθωσπρεπισμό», το ενδιαφέρον δλδ που έδειχνε η ισπανική υψηλή κοινωνία για τη λαϊκή και χωριάτικη ζωή, μα με κάποια επιτήδευση κι αρκετό θεατρινισμό. Ο Γκόγια μέσα σε 17 χρόνια φιλοτέχνησε 63 «χαρτόνια» για ταπισερί και με τη δύναμη της μεγαλοφυΐας του απέδωσε τα βουκολικά και λαϊκά θέματα με μια πραγματικά πρωτοφανή για την εποχή του αλήθεια. 

-Ταπισερί-
 
-Ταπισερί-
-Ταπισερί-
Η επιτυχία του Γκόγια άργησε να έρθει, ίσως γιατί η φιλοδοξία του ως αυλικού βρισκόταν σε αντίθεση με τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις. Το 1780, σε ηλικία 36 ετών, κατάφερε να εκλεγεί ακαδημαϊκός, με τον ψυχρό και άψυχο Εσταυρωμένο του Πράδο. 

-Εσταυρωμένος-

Όταν τον κάλεσαν στη Σαραγόσα για να διακοσμήσει έναν τρούλο στη βασιλική της Πιλάρ, ζωγράφισε την Παρθένο, βασίλισσα των μαρτύρων.

-Παρθένος, βασίλισσα των μαρτύρων-
Η τοιχογραφία αυτή επέσυρε τις επικρίσεις του κουνιάδου του Μπαγιέου και του εκκλησιαστικού συμβουλίου της βασιλικής. Οι διενέξεις αυτές και οι διαφωνίες αποκαλύπτουν τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του Γκόγια, ο οποίος αναγκάστηκε τελικά, αν και με δυσκολία, να υποχωρήσει.

Το 1783 ανέλαβε εργασία στο ανάκτορο Αρένας δε Σαν Πέδρο. Για πρώτη φορά του ανοίγονται οι πύλες της υψηλής αριστοκρατίας και ζωγραφίζει την Οικογένεια του δον Λουίς, αδερφού του βασιλιά, έργο μεγάλων διαστάσεων, λουσμένο σ’ένα παράξενο νυχτερινό φως. 
 -Οικογένεια του δον Λουίς-
ριδαμπλάνκα, του πανίσχυρου πρωθυπουργού της Ισπανίας, χάρη στον οποίο ο Γκόγια πήρε την παραγγελία να φιλοτεχνήσει τον μεγάλο πίνακα που απεικονίζει το Κήρυγμα του Αγίου Βερναρδίνου της Σιένας. 
-Κόμης της Φλοριδαμπλάνκα-

-Κήρυγμα του Αγίου Βερναρδίνου της Σιένας-
Το 1784 γεννήθηκε ο Χαβιέρ Γκόγια, ο μόνος από τους γιους του καλλιτέχνη που επέζησε. Στο μεταξύ άρχισε να βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση του Γκόγια και να εδραιώνεται η φήμη του, ιδιαίτερα από το 1785 και μετά, χάρη στην προστασία των δουκών της Οσούνα, των οποίων είναι ο ευνοούμενος ζωγράφος. Ανακηρύχθηκε υποδιευθυντής της Ακαδημίας το 1785 και ζωγράφος του βασιλιά το 1786.
Για τους δούκες της Οσούνα ο Γκόγια ζωγράφισε πρώτα την Προσωπογραφία της δούκισσας, έργο που αποδίδει θαυμάσια τη χαρά της ζωής.

-Δούκισσα της Οσούνα-

Στο ίδιο χαριτωμένο και ανάλφρο ύφος φιλοτέχνησε τα 4 περίφημα «χαρτόνια» για ταπισερί πάνω στο κλασικό θέμα των Εποχών: τον Τρύγο, την Άνοιξη κτλ., που αποτελούν συμβολικές απεικονίσεις της μαδριλένικης ζωής πάνω σ’ένα κλασικό θέμα.

-Τρύγος-

-Άνοιξη-

-Φθινόπωρο-

-Χειμώνας-

Ανάλογο πνεύμα κυριαρχεί και στη σειρά των πινάκων που φιλοτέχνησε το 1787 για το μέγαρο Αλαμέδα. Και μπορεί μεν η Κούνια και το Πέσιμο του γαϊδάρου να ανήκουν στη διεθνή θεματογραφία της «επιστροφής στην αγροτική ζωή» , άλλα έργα του όμως, όπως οι Ταύροι που οδηγούνται στο τορίλ (χαμένο σήμερα) είναι καθαρά τοπικής έμπνευσης.

Στην περίοδο 1786-1789 αποκρυσταλλώνεται και επιβάλεται η τέχνη του Γκόγια ως προσωπογράφου. Τότε ο καλλιτέχνης αρχίζει να βρίσκει κάποια ψυχολογική ανεξαρτησία απέναντι στα μοντέλα του. Το 1786 ο Γκόγια ζωγράφισε την κουνιάδα του Φλοριδαμπλάνκα, τη Μαρκησία του Ποντέγιος, σε μια τεχνοτροπία που προαναγγέλλει τον Μανέ, καθώς και τη σειρά τις προσωπογραφίες των διευθυντών της Τράπεζας της Ισπανίας, καθώς και μερικών μελών της οικογένειάς του, όπως το περίφημο Παιδί με τα κόκκινα.

-Μαρκησία του Ποντέγιος-

-Παιδί με τα κόκκινα-

Την ίδια εποχή φιλοτέχνησε για το παρεκκλήσι του Αγίου Φραγκίσκου Βοργία, στον καθεδρικό ναό της Βαλένθια, δυο μεγάλα έργα από τη ζωή του αγίου αυτού. Πλάι στα έργα αυτά έρχεται να προστεθεί μια θαυμάσια σύνθεση, ο περίφημος Λειμώνας του Αγίου Ισιδώρου, έξοχη και ανάλαφρη αποθέωση της λαϊκής μαδριλένικης ζωής, μαγική στιγμή ανάμεσα ονείρου και πραγματικότητας, που μαρτυρεί ότι ο Γκόγια, 42 ετών τότε, είναι πια ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του τέλους του 18ου αιώνα.

-Λειμώνας του Αγίου Ισιδώρου-

Κι ενώ τα πρώτα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης καταφτάνουν, όταν στο θρόνο ανεβαίνει ο ανίσχυρος Κάρολος Δ΄ και η αδίσταχτη σύζυγός του Μαρία-Λουΐζα, ο Γκόγια φιλοτεχνεί τις προσωπογραφίες του νέου βασιλικού ζεύγους και τελικά του απονέμεται ο τίτλος του «προσωπικού ζωγράφου» του βασιλιά της Ισπανίας.
Για πολιτικούς λόγους ο Γκόγια έχασε μερικούς από τους προστάτες του μεταξύ 1790 και 1792, γεγονός που προκάλεσε αναστάτωση στο περιβάλλον του. Η παραγωγικότητά του έπεσε πολύ σε ρυθμό. Ο ζωγράφος άρχισε να ζητάει συχνές άδειες και προς το τέλος του 1792 έπεσε σοβαρά άρρωστος στην Ανδαλουσία. Επέστρεψε στη Μαδρίτη στο τέλος του επόμενου χρόνου. Είχε κουφαθεί και συνερχόταν αργά από μια προσβολή παράλυσης. Ξανάπιασε τα πινέλα του όμως άρχισε λίγο λίγο να εγκαταλείπει το «στυλ Νταβίντ». Λιγότερο πορσελάνινα χρώματα, λιγότερο βερνίκι και χρωματική φρεσκάδα, περισσότερα μονόχρωμα «εφφέ» και μια εκτέλεση πιο βίαιη και πιο ρωμαλέα. Από το 1794 ως το 1800 ο κατάλογος των αριστουργημάτων του είναι εντυπωσιακά μεγάλος.
Ανάμεσα στο πλήθος των κάθε λογής αθάνατων πορτραίτων του ξεχωρίζουν 2 έργα όντως μοναδικά: η Μαρκησία δε λα Σολάνα και η Δούκισσα της Άλμπα με μαντίγια.  

-Μαρκησία δε λα Σολάνα-
 -Δούκισσα της Άλμπα με μαντίγια-
Στους πίνακες αυτούς ο Γκόγια επιβάλλει το προσωπικό του όραμα της ανθρώπινης μορφής. Κατορθώνει να συλλάβει την ουσία με μια οξυδέρκεια απίστευτη και με μια ελευθερία εκτέλεσης αξεπέραστης σε τόλμη.
Την περίοδο αυτή ο Γκόγια έγινε ο προσωπογράφος των φιλελεύθερων «στοχαστών», αφήνοντας μας μια πινακοθήκη που δεν έχει το ταίρι της. Στις προσωπογραφίες αυτές βρίσκουν την έκφρασή τους η εξυπνάδα και η καλοσύνη, η οίηση και η σκληρότητα, η τρυφερότητα και η γοητεία, η ασχήμια ή η ομορφιά. Παρόλο που η γενική στάση των μοντέλων ελάχιστα αλλάζει, καθένα του ωστόσο έχει κοιταχτεί ως προσωπικότητα που δε μοιάζει με καμιά άλλη. Είναι η λαμπρότερη στιγμή της παλέτας του Γκόγια, που τον εμφανίζει δεξιοτέχνη της πολυχρωμίας αλλά και ικανότατο φυσιογνωμιστή. Την ίδια περίοδο πήρε τις σημαντικότερες παραγγελίες θρησκευτικών έργων της ζωής του και με τον περίφημο τρούλο του Σαν Αντόνιο δε λα Φλόριδα έφερε τη μεγάλη διακοσμητική τέχνη του 18ου αιώνα στην ύψιστη ακμή της.
 -Τρούλος του Σαν Αντόνιο δε λα Φλόριδα-
Η ανάμειξη του αυθεντικού λαϊκού στοιχείου με τη βαθειά θρησκευτικότητα, όπως εμφανίζεται στα Θαύματα του Αγίου Αντωνίου, δείχνει ότι ο Γκόγια μένει προσκολλημένος στην παράδοση του ισπανικού μυστικισμού αλλά και με μια αφάνταστη ελευθερία στην εκτέλεση, στη φόρμα, στη σύνθεση και στο χρώμα, ανανεώνει πλήρως το μορφολογικό λεξιλόγιο της παράδοσης. 

-Θαύματα του Αγίου Αντωνίου-
Στις 6 Φεβρουαρίου 1799 ο Γκόγια πούλησε ένα άλλο αριστούργημά του, τις χαλκογραφίες του με τα Καπρίτσια

-Καπρίτσιο-
 -Καπρίτσιο-
-Καπρίτσιο-
Πρόκειται για μια καυστική σάτυρα της αιώνιας ανθρώπινης αθλιότητας, ειδωμένης μέσα από τα ήθη της εποχής του, όπου με τη σοφή εκμετάλλευση του μαύρου και του άσπρουπετυχαίνει να φτάσει σε σπάνια αισθητικά και ψυχολογικά «εφφέ». Αξίζει να θυμίσουμε ότι ολόκληρο τον 19ο αιώνα η φήμη του Γκόγια στηριζόταν στις χαλκογραφίες αυτές και μόνο. Ο ζωγράφος με το έξοχο διακοσμητικό έργο και ο μεγάλος προσωπογράφος, ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών, αγνοούνταν ουσιαστικά μέχρι το 1900, χρονιά της πρώτης αναδρομικής του έκθεσης. Εντελώς ανεξήγητα ο Γκόγια τα βάζει με την Ιερά Εξέταση και τη μαγεία. Το 1799 πούλησε στους δούκες της Οσούνα μια σειρά από  μικρούς πίνακες που παρουσιάζουν θέματα μαγείας και καταγγέλλουν τη δεισιδαιμονία.
Την ίδια χρονιά του δόθηκε ο τίτλος του πρώτου ζωγράφου του βασιλιά και τον επόμενο χρόνο έχει αποπερατώσει την Οικογένεια του Καρόλου Δ΄, έργο που άρεσε στους πρίγκηπες. 

-Οικογένεια του Καρόλου Δ΄-
Κι όμως, κάτω από τα εξαίσια φορέματα και τα λαμπερά κοσμήματα, προβάλλει η πιο εφιαλτική και αλλόκοτη ζωφόρος με ανθρώπινες μορφές που θα μπορούσε να δώσει μια βασιλική δυναστεία. Για τη σύνθεση αυτή ο Γκόγια ανοίγει όλα τα κεφαλόβρυσα της τέχνης του, συνδυάζοντας με έναν μεγαλοφυή τρόπο τη σοφή τεχνική του με την τόλμη της ζωγραφικής του έμπνευσης.
Το 1802 ο Γκόγια εγκαταλείπει την Αυλή, ωστόσο η αριστοκρατία και η ανώτερη αστική τάξη της Μαδρίτης παραμένουν πελάτες του. Γι’αυτό και έχουμε τις αθάνατες προσωπογραφίες του Κόμη δε Φερνάν Νούνιεθ, τυλιγμένου στη μαύρη κάπα του και με το πλατύγυρο καπέλο των ευγενών, καθώς και της Ισαβέλλας Κόμπος δε Πορσέλ.

-Κόμης δε Φερνά Νούνιεθ-
 -Ισαβέλλα Κόμπος δε Πορσέλ-
Αυτή η χαρά της ζωής και η ανεμελιά που αποπνέουν τα έργα του Γκόγια αυτής της περιόδου φτάνουν στο κορύφωμά τους με το γάμο του γιου του Χαβιέρ, το 1805, που ήταν μια ευκαιρία του ζωγράφου να τον απαθανατίσει. Ο Γκόγια στα 59 του χρόνια διατηρεί όλη τη ζωτικότητά του. Και μπορεί να μην άλλαξαν οι βασικές αρχές της τέχνης του, η παλέτα του όμως εξελίχθηκε. Λίγο λίγο οι μαύρες, γκρίζες, πράσινες και λευκές αρμονίες διαδέχονται την πολυχρωμία της προηγούμενης δεκαετίας.
Η εξάπλωση των ναπολεόντειων πολέμων στην Ισπανία το 1808 είχε βαθιά απήχηση στην τεχνοτροπία του Γκόγια. Την ίδια χρονιά ξέσπασε η εξέγερση στη Μαδρίτη. Τις αιματηρές συγκρούσεις που σημειώθηκαν στις 2 και 3 Μαΐου του 1808 απαθανάτισε ο Γκόγια το 1814. Ο αδερφός του Ναπολέοντα ανέθεσε τότε στον Γκόγια να ζωγραφίσει τις προσωπογραφίες μερικών από τους «γαλλόφιλους». Ταυτόχρονα ο ζωγράφος επιδόθηκε σε σπουδές πάνω στην ισπανική λαϊκή ζωή, αφήνοντάς μας μερικά εκπληκτικά έργα, όπως οι Μάγιες στο μπαλκόνι, οι Σιδηρουργοί, ο Ενταφιασμός της σαρδέλας

-Μάγιες στο μπαλκόνι-
 -Σιδηρουργοί-
 -Ενταφιασμός της σαρδέλας-
Το 1814 φιλοτέχνησε τους 2 περίφημους πίνακες, 2 Μαΐου του 1808 και 3 Μαΐου του 1808, που του ανέθεσε το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας. Οι Εκτελέσεις της 2 και της 3 Μαΐου του 1808, έργα στα οποία ο ρομαντισμός και ο ρεαλισμός αντιπαρατίθενται με απίστευτη δύναμη, θεωρούνται από τα αριστουργήματα της ιστορίας της ζωγραφικής. 

-2 Μαΐου του 1808-
 -3 Μαΐου του 1808-
 Μεταξύ 1810 και 1820 ο Γκόγια καταπιάστηκε και πάλι με την χαρακτική και φιλοτέχνησε 3 περίφημες σειρές με χαλκογραφίες. Τις Καταστροφές του πολέμου, τις Ταυρομαχίες και τη σειρά Παροιμίες ή Παραλογισμοί, των οποίων σώθηκαν πολλά προσχέδια.

Γύρω στο 1814 ζωγράφισε τις τελευταίες του επίσημες παραγγελίες, όπως ο Εμπορικός Σύνδεσμος των Φιλιππίνων, πελώριο πίνακα, όπου είναι αισθητές κάποιες μακρινές επιδράσεις του Βελάσκεθ.

-Εμπορικός Σύνδεσμος των Φιλιππίνων-
Ο Γκόγια απέδωσε κι εδώ ένα ιστορικό θέμα με μοναδική πρωτοτυπία, ανανεώνοντας ολοκληρωτικά την εικονογραφία. Το έργο αυτό προαναγγέλλει τον Ντωμιέ, σε μνημειακή κλίμακα.
Το 1819 ο Γκόγια ζωγράφισε έναν από τους ωραιότερους πίνακές του που εκφράζουν τον ισπανικό μυστικισμό, την Τελευταία μετάληψη του Αγίου Ιωσήφ της Καλασάνθα

-Η τελευταία μετάληψη του Αγίου Ιωσήφ της Καλασάνθα-
Αλλά στο τέλος του χρόνου ξανάπεσε βαριά άρρωστος. Το μαρτυρεί η αφιέρωση της Αυτοπροσωπογραφίας του με το γιατρό του Αριέτα

-Αυτοπροσωπογραφία με το γιατρό Αριέτα-

Ο Γκόγια αγόρασε τότε το περίφημο «Σπίτι του Κουφού» και το διακόσμησε με μια σειρά τοιχογραφίες, σκοτεινές και φανταστικές – μνημειώδη παραλλαγή των Καπρίτσιων – δοσμένες όμως με μια τεχνοτροπία που προαναγγέλλει τον εξπρεσιονισμό του 20ου αιώνα. 
Από το 1824 ως το 1828 ο Γκόγια έζησε στη Γαλλία, εκτός από ένα σύντομο ταξίδι στη Μαδρίτη το 1826 για να παραιτηθεί από τη θέση του βασιλικού ζωγράφου. Μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια φιλοτέχνησε μια σειρά αριστουργήματα. Ξεκινώντας να δουλεύει σε νέες τεχνικές, μυήθηκε στη λιθογραφία κι έδωσε τους θαυμάσιους πίνακες με τους Ταύρους του Μπορντώ ενώ παράλληλα ζωγράφισε μια παράξενη σειρά μινιατούρες σε ελεφαντόδοντο, από τις οποίες σώθηκαν μόνο 18 κομμάτια.

Είναι ίσως συμβολικό ότι το έργο και η ζωή ενός από τους μεγαλύτερους Ισπανούς ζωγράφους, ίσως του πιο ολοκληρωμένου, σταματούν το 1828 με τη φωτεινή εικόνα της Γαλατούς του Μπορντώ, όπου παρά τα 82 χρόνια του, άρρωστος, κουφός και αρχίζοντας να χάνει το φως του, ο Γκόγια εκφράζεται ακόμη με μια ελευθερία που δείχνει ότι η μεγαλοφυΐα του είναι μια αδιάκοπη ανανέωση.

-Γαλατού του Μπορντώ-

Ανακτά δυνάμεις και αντλεί έμπνευση κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με τη ζωή, βγάζοντας τέτοιο απόσταγμα από τις συνταγές του εργαστηρίου και την πείρα του ως ζωγράφου, ώστε να γίνεται ο ίδιος «δημιουργός» μ’όλη τη σημασία της λέξης.